- απιθώνω
- απιθώνω, απίθωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απιθώνω — 1. ακουμπώ κάτι προσωρινά κάπου, αφήνω κάτω, αποθέτω 2. εμπιστεύομαι κάπου, ενεχυριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθώνω < απόθωσα, ως αόρ. του ρ. αποθέτω, με μεταπλασμό κατά το (ε)σήκωσα σηκώνω] … Dictionary of Greek
απιθώνω — ωσα, ώθηκα ωμένος 1. αποθέτω, αφήνω: Απίθωσε το ταγάρι σ ένα κάθισμα. 2. το μέσ., απιθώνομαι κάθομαι, ξεκουράζομαι: Απιθώσου το λοιπόν σ έναν τόπο. Ουσ., απίθωμα, το το να απιθώνει κανείς κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθώνω — Ν απιθώνω, τοποθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απιθώνω*, με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek